- σκηνή
- η1. πρόχειρο στέγασμα από πανί, τσαντίρι: Οι στρατιώτες έστησαν τις σκηνές τους κάτω από δέντρα.2. μέρος του θεάτρου πιο ψηλά από την πλατεία όπου παίζουν οι ηθοποιοί.3. τμήμα ενός θεατρικού έργου: Η πρώτη πράξη αυτού του έργου περιλαμβάνει τέσσερις σκηνές.4. μτφ., επεισόδιο: Υπήρξα μάρτυρας μιας τραγικής σκηνής στο δρόμο.5. έριδα, λογομαχία: Η γυναίκα του του δημιουργεί καθημερινά σκηνές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.